Ἐχέλα

Ἐχέλα
Ἐχέλᾱ , Ἐχέλης
masc nom/voc/acc dual (doric)
Ἐχέλᾱ , Ἐχέλης
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Γρας — Μυθολογικό πρόσωπο.Ήρωας της αρχαίας Αιολίας, ο πρώτος που πέρασε ως αρχηγός των Αιολέων από την Ευρώπη στην Ασία και αποίκησε ολόκληρο τον χώρο από την Κύζικο έως τον Γρανικό. Ήταν γιος του Εχέλα, ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή του Αρχέλαου, εγγονός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”